πολιτευτικός

πολιτευτικός
-ή, -όν, Μ [πολιτευτής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτευτή («πολιτευτική μετριοπάθεια», Μιχ. Ακόμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”